- εναποθηκεύω
- 1. αποθηκεύω, φυλάσσω κάτι σε αποθήκη2. γεν. διαφυλάσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εναποθηκεύω — εναποθηκεύω, εναποθήκευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποταμιεύω — (Μ ἀποταμιεύω, Α ομαι) συγκεντρώνω και φυλάσσω κάτι, εναποθηκεύω νεοελλ. 1. κάνω αποταμίευση 2. συσσωρεύω γνώσεις μσν. ( ομαι) συγκρατώ στη μνήμη … Dictionary of Greek
πιθαριάζω — Ν [πιθάρι] βάζω κάτι μέσα σε πιθάρι, εναποθηκεύω σε πιθάρι … Dictionary of Greek
αποταμιεύω — ίευσα, ιεύτηκα, ιευμένος 1. εναποθηκεύω: Τα δέντρα αποταμιεύουν στις ρίζες τους ουσίες χρήσιμες για την ανάπτυξή τους. 2. φυλάγω ένα μέρος από τα εισοδήματά μου για μελλοντικές ανάγκες ή για σχηματισμό κεφαλαίου: Αυτή τη χρονιά αποταμίευσα αρκετά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)